- ρεντίκολο
- το(λ. ιταλ.), αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ο ρεζίλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεντίκολο — το, Ν 1. γελοίος 2. φρ. «έγινε ρεντίκολο» γελοιοποιήθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ridicolo] … Dictionary of Greek